Όταν τα συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ επιμένουν – Τι δείχνουν οι έρευνες;

Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής–Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ), θεωρείται νευροσυμπεριφορική διαταραχή και χαρακτηρίζεται από αδυναμία συγκέντρωσης, ανησυχία, παρορμητική συμπεριφορά και/ή υπερκινητικότητα. Σύμφωνα με ερευνητές, η ΔΕΠ-Υ, μπορεί να έχει μακροχρόνιες επιπτώσεις τόσο στη νοητική, όσο και στη συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού. Μπορεί να επηρεάσει τη μάθηση, τις σχολικές και ακαδημαϊκές επιδόσεις, τις φιλικές και οικογενειακές σχέσεις.

Ποια είναι όμως η εξέλιξη των συμπτωμάτων της ΔΕΠ-Υ; 

Η μεγαλύτερη μακροχρόνια έρευνα που έγινε ποτέ, διεξήχθη στο Παιδιατρικό Κέντρο Johns Hopkins στη Βαλτιμόρη της Αμερικής σε παιδιά προσχολική ηλικίας. Η έρευνα έδειξε ότι, εννέα στα δέκα παιδιά με μέτρια έως σοβαρή ΔΕΠ-Υ, συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν συμπτώματα και δυσλειτουργίες σε αρκετούς τομείς, καιρό μετά την αρχική διάγνωση και σε κάποιες περιπτώσεις η θεραπεία μοιάζει να είναι αναποτελεσματική. Ο παιδοψυχίατρος και επικεφαλής της έρευνας Riddle Mark, τόνισε πως όλο και περισσότερα παιδιά διαγιγνώσκονται με ΔΕΠ-Υ για αυτό και η κατανόηση της εξέλιξης της διαταραχής είναι ιδιαίτερα κρίσιμη.

Πιο συγκεκριμένα η έρευνα έδειξε ότι σχεδόν το 90% από τα 186 παιδιά που συμμετείχαν σε αυτήν, συνέχιζαν να αντιμετωπίζουν συμπτώματα έξι χρόνια μετά τη διάγνωση. Τα παιδιά είτε λάμβαναν φαρμακευτική αγωγή είτε όχι, παρουσίαζαν εξίσου σοβαρά και διαρκή συμπτώματα. Το 62% των παιδιών που ακολουθούσαν αγωγή για τη ΔΕΠ-Υ, παρουσίαζαν κλινικά σημαντική υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα, σε σύγκριση με το 58% των παιδιών που δεν έπαιρναν φάρμακα. Επιπλέον, το 65% των παιδιών σε φαρμακευτική αγωγή, παρουσίαζαν σημαντική κλινική απροσεξία, σε σύγκριση με το 62% των παιδιών που δεν λάμβαναν φάρμακα.

Αυτό που αξίζει να σημειωθεί από αυτήν την μακροχρόνια έρευνα είναι, ότι παρόλο που στην Αμερική είναι υπέρμαχοι των φαρμάκων δεδομένου ότι πάνω από ένα εκατομμύριο παιδιά ακολουθούν φαρμακευτική αγωγή για την αντιμετώπιση συμπτωμάτων της ΔΕΠ-Υ, μόνο ένα ποσοστό παιδιών δείχνει να επωφελείται από αυτήν.

Αν και υπάρχουν ευρήματα που δείχνουν ότι τα διεγερτικά φάρμακα είναι αποτελεσματικά στον περιορισμό συμπτωμάτων της ΔΕΠ-Υ (βελτίωση της συντηρούμενης προσοχής, έλεγχος παρορμήσεων, μείωση άσκοπης δραστηριότητας), σύμφωνα με αρκετές μελέτες η χρήση διεγερτικών φαρμάκων μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη ανοχής του φαρμάκου. Επιπλέον, από τα θετικά ευρήματα λείπουν τα μακροχρόνια αποτελέσματα της αγωγής καθώς και η σοβαρότητα των παρενεργειών των φαρμάκων σε βάθος χρόνου.

Τι δείχνουν οι έρευνες για τους εναλλακτικούς τρόπους αντιμετώπισης των συμπτωμάτων της ΔΕΠ-Υ; 

Αυτό που συστήνουν οι περισσότεροι ειδικοί είναι ότι ακόμα και στις περιπτώσεις όπου η φαρμακευτική αγωγή κρίνεται αναγκαία, σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να αποτελεί τη μοναδική θεραπευτική προσέγγιση των συμπτωμάτων. Αντίθετα, οι συμπεριφορικές τεχνικές θα πρέπει να αποτελούν την πρώτη επιλογή των ειδικών.

Έρευνες έχουν δείξει ότι τεχνικές τροποποίησης της συμπεριφοράς του παιδιού με ΔΕΠ-Υ (μείωση ανεπιθύμητων συμπεριφορών και αύξηση επιθυμητών, ανάπτυξη δεξιοτήτων), είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων. Η τροποποίηση της συμπεριφοράς θα πρέπει να συνοδεύεται οπωσδήποτε από την εκπαίδευση των γονιών και όπου κρίνεται απαραίτητο και των δασκάλων, έτσι ώστε να χειρίζονται αποτελεσματικά τις αντιδράσεις του παιδιού με τρόπο που να ενισχύεται η θετική συμπεριφορά και να αποτρέπεται η αρνητική.

Επιπρόσθετα, η γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία έχει βρεθεί να είναι εξίσου αποτελεσματική γιατί μέσω αυτής βοηθά τα παιδιά και τις οικογένειές τους να ασκούν έλεγχο στις σκέψεις και στα συναισθήματά τους έτσι ώστε να επιτευχθεί η αλλαγή συμπεριφοράς. Αλλάζοντας τις δυσλειτουργικές αντιλήψεις που έχουν πολλές φορές οι γονείς για τις δυσκολίες του παιδιού με άλλες ορθότερες και πιο λειτουργικές σκέψεις μπορούν να επωφεληθούν τόσο οι ίδιοι όσο και τα παιδιά.

Κλείνοντας, το σίγουρο είναι ότι προκειμένου να υπάρχει πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τον τρόπο που εξελίσσεται η ΔΕΠ-Υ από την προσχολική στη σχολική ηλικία και αργότερα στην ενήλικη ζωή, χρειάζονται περισσότερες μακροχρόνιες έρευνες που να εμπεριέχουν περισσότερες μεθόδους αντιμετώπισης των συμπτωμάτων. Σύμφωνα με τα ευρήματα των μέχρι τώρα μελετών, δεν μπορούμε να μιλάμε για θεραπεία της ΔΕΠ-Υ και για πλήρη αποκατάσταση, δεδομένου ότι η φύση της έχει οργανική αιτιολογία. Αντίθετα, ο στόχος θα πρέπει να είναι η αντιμετώπιση των συμπτωμάτων με παρεμβάσεις που θα στοχεύουν τόσο στο περιορισμό των πρωτογενών συμπτωμάτων της ΔΕΠ-Υ, όσο και στον δευτερογενών προβλημάτων που μπορεί η ίδια να δημιουργήσει (προβλήματα συμπεριφοράς, χαμηλή αυτοεκτίμηση και σχολική επίδοση).

Ελένη Σίγκου για
Parentshelp.gr

Βιβλιογραφία:

Riddle, M.A. et all. (2013). The Preschool Attention-Deficit/Hyperactivity Disorder Treatment Study (PATS) 6-Year Follow-Up. Journal of the American Academy of Child & Adolescent Psychiatry.

Johns Hopkins Medicine (2013, February 11). ADHD symptoms persist for most young children despite treatment. ScienceDaily.

Κάκουρος, Ε. & Μανιαδάκη, Κ. (2006). Ψυχοπαθολογία παιδιών και εφήβων. Αναπτυξιακή προσέγγιση. Αθήνα: τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός.

Brassett-Harknett, Α & Butler, Ν. (2005). Attention-deficit/hyperactivity disorder:An overview of the etiology and a review of the literature relating to the correlates and lifecourse outcomes for men and women. Clinical Psychology Review, 1-23.

Site Footer

Sliding Sidebar

Πρόσφατα